νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 … Dictionary of Greek
νατουραλιστικός — ή, ό [νατουραλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νατουραλισμό ή που είναι σύμφωνος με τις αρχές τού νατουραλισμού («νατουραλιστική ζωγραφική») 2. φρ. «νατουραλιστική σχολή» κατεύθυνση τής λογοτεχνίας και τών καλών τεχνών που υποστηρίζει … Dictionary of Greek
Ιισμάνς, Ζορζ Σαρλ — (Georges Charles Huysmans, Παρίσι 1848 – 1907). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια Ολλανδών καλλιτεχνών, που είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία. Έκανε την εμφάνισή του στην πνευματική ζωή του Παρισιού το 1874 με μια συλλογή ποιημάτων που είχαν … Dictionary of Greek
Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… … Dictionary of Greek
Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… … Dictionary of Greek
Χέιντενσταμ, Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον- — (Heidenstam, 1859 – 1940). Σουηδός ποιητής και συγγραφέας, που τιμήθηκε το 1916 με το Βραβείο Νομπέλ. Νατουραλιστής αρχικά, εγκατέλειψε τελικά τον νατουραλισμό, κυρίως με τη μελέτη του Αναγέννηση (1889) και έγινε, στη χώρα του, πρωτοπόρος του… … Dictionary of Greek