νατουραλιστής

νατουραλιστής
ο, θηλ. -ίστρια
1. (κοινων.-φιλοσ.) ο θεωρητικός τού νατουραλισμού, ο οπαδός τών αρχών και μεθόδων τού νατουραλισμού
2. (καλ. τεχν.-λογοτ.) αυτός που αποδέχεται στην πράξη ή στη θεωρία τις αρχές και τις κατευθύνσεις τού νατουραλισμού, ο δημιουργός έργων σύμφωνα με τις αντιλήψεις τού νατουραλισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. naturaliste < γαλλ. natural (< λατ. naturalis < λατ. natura «φύση < λατ. natus < nascor «γεννιέμαι») + κατάλ. -iste].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • νατουραλιστικός — ή, ό [νατουραλιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νατουραλισμό ή που είναι σύμφωνος με τις αρχές τού νατουραλισμού («νατουραλιστική ζωγραφική») 2. φρ. «νατουραλιστική σχολή» κατεύθυνση τής λογοτεχνίας και τών καλών τεχνών που υποστηρίζει …   Dictionary of Greek

  • Ιισμάνς, Ζορζ Σαρλ — (Georges Charles Huysmans, Παρίσι 1848 – 1907). Γάλλος συγγραφέας. Καταγόταν από οικογένεια Ολλανδών καλλιτεχνών, που είχε εγκατασταθεί στη Γαλλία. Έκανε την εμφάνισή του στην πνευματική ζωή του Παρισιού το 1874 με μια συλλογή ποιημάτων που είχαν …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Φίλντινγκ, Χένρι — (Fielding, Σάρπχαμ Παρκ, Σόμερσετ 1707 – Λισαβόνα 1754). Άγγλος συγγραφέας. Οι δικοί του, μικροί κτηματίες και ξεπεσμένοι αριστοκράτες, τον έστειλαν στο Ίτον και κατόπιν στο Λέιντεν για να σπουδάσει νομικά. Όταν γύρισε στο Λονδίνο, ο νεαρός Φ.… …   Dictionary of Greek

  • Χέιντενσταμ, Καρλ Γκούσταφ Βέρνερ φον- — (Heidenstam, 1859 – 1940). Σουηδός ποιητής και συγγραφέας, που τιμήθηκε το 1916 με το Βραβείο Νομπέλ. Νατουραλιστής αρχικά, εγκατέλειψε τελικά τον νατουραλισμό, κυρίως με τη μελέτη του Αναγέννηση (1889) και έγινε, στη χώρα του, πρωτοπόρος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”